Αναζήτησες τη λέξη "πλυντήριο" στα Ελληνικά
πλυντήριο πλυντήριο (το) (Ουσιαστικό) (πλυ-ντή-ρι-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 940.mp3 lavatriçe (Emër) (la-va-tri-çe/la-va-nde-ri) | 940.mp3 стиральная машина (Существительное) (сти-раль-на-я ма-ши-на) |