Αναζήτησες τη λέξη "πλυντήριο" στα Ελληνικά

πλυντήριο πλυντήριο (το)

(Ουσιαστικό)

(πλυ-ντή-ρι-ο, γεν. -ου,
πληθ. -α, γεν. -ων)

940.mp3 lavatriçe
audio/mp3/al/other/940b.mp3 lavanderi

(Emër)

(la-va-tri-çe/la-va-nde-ri)

940.mp3 стиральная машина
audio/mp3/ru/other/940b.mp3 мойка

(Существительное)

(сти-раль-на-я ма-ши-на)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я