Αναζήτησες τη λέξη "πληρώνω" στα Ελληνικά
πληρώνω πληρώνω (Ρήμα) (ενεστ. πλη-ρώ-νω, αόρ. πλήρωσα, | 939.mp3 paguaj (Folje) (e tashme pa-gu-aj, e kr. thj v. pagova, | 939.mp3 платить (Глагол) (ενεστ. пла-тить, αόρ. заплатил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |