Αναζήτησες τη λέξη "πλαστικός" στα Ελληνικά
πλαστικός πλαστικός, -ή, -ό (Επίθετο) (πλα-στι-κός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 934.mp3 plastik, -e (Mbiemër) (pla-stik, -ë, -e) | 934.mp3 пластиковый, -ая, -ое (Прилагательное) (плас-ти-ко-вый, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |