Αναζήτησες τη λέξη "πλένω" στα Ελληνικά
πλένω πλένω (Ρήμα) (ενεστ. πλέ-νω, αόρ. έπλυνα, | 935.mp3 laj (Folje) (e tashme laj, e kr. thj v. lava, | 935.mp3 мыть (Глагол) (ενεστ. мыть, αόρ. помыл (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
Αναζήτησες τη λέξη "πλένω" στα Ελληνικά
πλένω πλένω (Ρήμα) (ενεστ. πλέ-νω, αόρ. έπλυνα, | 935.mp3 laj (Folje) (e tashme laj, e kr. thj v. lava, | 935.mp3 мыть (Глагол) (ενεστ. мыть, αόρ. помыл (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |