Αναζήτησες τη λέξη "πιάτο" στα Ελληνικά πιάτο πιάτο (το) (Ουσιαστικό)(πιά-το, γεν. -ου,πληθ. -α, γεν. -ων)ΠαραδείγματαΒάλε μου ένα πιάτο φαγητό. Φάγαμε και έπλυνα τα πιάτα. 925.mp3 pjatë(Emër)(pja-të, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujMë vër një pjatë gjellë. Hëngrëm dhe lava pjatat. 925.mp3 тарелка(Существительное)(та-рел-ка, γεν. -и,πληθ. -и)ПримерыПоложи мне в тарелку покушать. Мы поели и я помыл тарелки. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я