Αναζήτησες τη λέξη "πηδώ" στα Ελληνικά
πηδώ πηδώ (Ρήμα) (ενεστ. πη-δώ, αόρ. πήδησα, Παραδείγματα | 924.mp3 kërcej (Folje) (e tashme kër-cej, e kr. thj v. kërceva, | 924.mp3 прыгать (Глагол) (ενεστ. пры-гать, αόρ. прыгнул (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |