Αναζήτησες τη λέξη "πηγάδι" στα Ελληνικά
πηγάδι πηγάδι (το) (Ουσιαστικό) (πη-γά-δι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 922.mp3 pus (Emër) (pus, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 922.mp3 колодец (Существительное) (ко-ло-дец, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ев) |