Αναζήτησες τη λέξη "πετσέτα" στα Ελληνικά πετσέτα πετσέτα (η) (Ουσιαστικό)(πε-τσέ-τα, γεν. -ας,πληθ. -ες)ΠαραδείγματαΜε την πετσέτα σκούπισε το πρόσωπό του από τον ιδρώτα. Μην ξεχάσουμε να πάρουμε την πετσέτα της θάλασσας μαζί μας. 919.mp3 peshqir(Emër)(pe-shqir, gj. -it,sh. -ët, gj. -ëve)ShembujMe peshqirin fshiu fytyrën e tij nga djersa. Të mos harrojmë të marrim peshqir deti me vete. 919.mp3 полотенце(Существительное)(по-ло-тен-це, γεν. -а,πληθ. -а)ПримерыОн полотенцем вытер лицо от пота. Не забыть бы взять с собой полотенце для моря. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я