Αναζήτησες τη λέξη "περιστέρι" στα Ελληνικά
περιστέρι περιστέρι (το) (Ουσιαστικό) (πε-ρι-στέ-ρι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 913.mp3 pëllumb (Emër) (pë-llu-mb, gj. -it, sh. -at, gj. -ave) | 913.mp3 голубь (Существительное) (го-лубь, γεν. -я, πληθ. -и, γεν. -ей) |