Αναζήτησες τη λέξη "περιβόλι" στα Ελληνικά
περιβόλι περιβόλι (το) (Ουσιαστικό) (πε-ρι-βό-λι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 910.mp3 kopsht (Emër) (kopsht, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 910.mp3 огород (Существительное) (сад, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |