Αναζήτησες τη λέξη "πεπόνι" στα Ελληνικά
πεπόνι πεπόνι (το) (Ουσιαστικό) (πε-πό-νι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) Παραδείγματα | 909.mp3 pjepër (Emër) (pje-për, gj. -it, sh. -at, gj. -ave) Shembuj | 909.mp3 дыня (Существительное) (ды-ня, γεν. -и, πληθ. -и) Примеры |