Αναζήτησες τη λέξη "πειράζω" στα Ελληνικά
πειράζω πειράζω (Ρήμα) (ενεστ. πει-ρά-ζω, αόρ. πείραξα, | 908.mp3 ngacmoj (Folje) (e tashme ngac-moj, e kr. thj v. ngacmova, | 908.mp3 дразнить (Глагол) (ενεστ. драз-нить, αόρ. дразнил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |