Αναζήτησες τη λέξη "παχουλός" στα Ελληνικά
παχουλός παχουλός, -ή, -ό (Επίθετο) (πα-χου-λός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 905.mp3 topolak, -e (Mbiemër) (to-po-lak, -ë, -e) | 905.mp3 полноватый, -ая, -ое (Прилагательное) (пол-но-ва-тый, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |