Αναζήτησες τη λέξη "πατάτα" στα Ελληνικά

πατάτα πατάτα (η)

(Ουσιαστικό)

(πα-τά-τα, γεν. -ας,
πληθ. -ες)

902.mp3 patate

(Emër)

(pa-ta-te, gj. -es,
sh. -et, gj. -eve)

902.mp3 картофель

(Существительное)

(кар-то-фель, γεν. -я)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я