Αναζήτησες τη λέξη "παραλία" στα Ελληνικά παραλία παραλία (η) (Ουσιαστικό)(πα-ρα-λί-α, γεν. -ας,πληθ. -ες)ΠαραδείγματαΗ παραλία ήταν γεμάτη με ομπρέλες. Η παραλία έχει όμορφα λευκά βότσαλα. 898.mp3 plazh(Emër)(plazh, gj. -it,sh. -et)ShembujPlazhi ishte i mbushur me çadra. Plazhi ka guralecë të bukur të bardhë. 898.mp3 пляж(Существительное)(пляж, γεν. -а,πληθ. -и, γεν. -ей)ПримерыПляж был полон зонтов. На пляже лежит красивая белая галька. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я