Αναζήτησες τη λέξη "παράγω" στα Ελληνικά
παράγω παράγω (Ρήμα) (ενεστ. πα-ρά-γω, αόρ. παρήγαγα, | 893.mp3 prodhoj (Folje) (e tashme pro-dhoj, e kr. thj v. prodhova, | 893.mp3 производить (Глагол) (ενεστ. про-из-во-дить, αόρ. произвел (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |