Αναζήτησες τη λέξη "παππούς" στα Ελληνικά
παππούς παππούς (ο) (Ουσιαστικό) (παπ-πούς, γεν. -ού, πληθ. -ούδες, γεν. -ούδων) | 892.mp3 gjysh (Emër) (gjysh, gj. -it, sh. -it, gj. -rve) | 892.mp3 дед (Существительное) (дед, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |