Αναζήτησες τη λέξη "παξιμάδι" στα Ελληνικά
παξιμάδι παξιμάδι (το) (Ουσιαστικό) (πα-ξι-μά-δι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) Παραδείγματα | 889.mp3 paksimadhe (Emër) (pa-ksi-ma-dhe, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 889.mp3 сухарь (Существительное) (су-харь, γεν. -я, πληθ. -и, γεν. -ей) |