Αναζήτησες τη λέξη "παντόφλα" στα Ελληνικά παντόφλα παντόφλα (η) (Ουσιαστικό)(πα-ντό-φλα, γεν. -ας,πληθ. -ες)ΠαραδείγματαΣτο σπίτι βγάζει τα παπούτσια και φοράει τιςπαντόφλες του. 887.mp3 pantofël(Emër)(pa-nto-fël, gj. -es,sh. -at, gj. -ave)ShembujNë shtëpi nxjerr këpucët dhe vesh pantoflat e tij. 887.mp3 тапочка(Существительное)(та-поч-ка, γεν. -и,πληθ. -и)ПримерыДома он снимает обувь и надевает тапочки. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я