Αναζήτησες τη λέξη "παντόφλα" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
παντόφλα παντόφλα (η) (Ουσιαστικό) (πα-ντό-φλα, γεν. -ας, πληθ. -ες) | 887.mp3 pantofël (Emër) (pa-nto-fël, gj. -es, sh. -at, gj. -ave) | 887.mp3 тапочка (Существительное) (та-поч-ка, γεν. -и, πληθ. -и) |