Αναζήτησες τη λέξη "πανηγύρι" στα Ελληνικά
πανηγύρι πανηγύρι (το) (Ουσιαστικό) (πα-νη-γύ-ρι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 885.mp3 panair (Emër) (pa-na-ir, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 885.mp3 праздник (Существительное) (празд-ник, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |