Αναζήτησες τη λέξη "παλιώνω" στα Ελληνικά
παλιώνω παλιώνω (Ρήμα) (ενεστ. πα-λιώ-νω, αόρ. πάλιωσα, | 884.mp3 vjetroj (Folje) (e tashme vjet-roj, e kr. thj v. vjetrova, | 884.mp3 стареть (Глагол) (ενεστ. ста-реть, αόρ. состарил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |