Αναζήτησες τη λέξη "παιδεύω" στα Ελληνικά
παιδεύω παιδεύω (Ρήμα) (ενεστ. παι-δεύ-ω, αόρ. παίδεψα, | 875.mp3 mundoj (Folje) (e tashme mu-ndoj, e kr. thj v. mundova, | 875.mp3 мучить (Глагол) (ενεστ. му-чить, αόρ. замучил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |