Αναζήτησες τη λέξη "παγωνιά" στα Ελληνικά
παγωνιά παγωνιά (η) (Ουσιαστικό) (πα-γω-νιά, γεν. -άς, πληθ. -ές) Παραδείγματα | 872.mp3 ngricë (Emër) (ngri-cë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 872.mp3 мороз (Существительное) (мо-роз, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |