Αναζήτησες τη λέξη "παίρνω" στα Ελληνικά
παίρνω παίρνω (Ρήμα) (ενεστ. παίρ-νω, αόρ. πήρα, | 880.mp3 marr (Folje) (e tashme marr, e kr. thj v. mora, | 880.mp3 брать (Глагол) (ενεστ. брать, αόρ. взял (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
Αναζήτησες τη λέξη "παίρνω" στα Ελληνικά
παίρνω παίρνω (Ρήμα) (ενεστ. παίρ-νω, αόρ. πήρα, | 880.mp3 marr (Folje) (e tashme marr, e kr. thj v. mora, | 880.mp3 брать (Глагол) (ενεστ. брать, αόρ. взял (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |