Αναζήτησες τη λέξη "πίτα" στα Ελληνικά
πίτα πίτα (η) (Ουσιαστικό) (πί-τα, γεν. -ας, πληθ. -ες) | 931.mp3 byrek (Emër) (by-rek/pite, gj. -ut, sh. -ët, gj. -ëve) | 931.mp3 пирог (Существительное) (пи-рог, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |
Αναζήτησες τη λέξη "πίτα" στα Ελληνικά
πίτα πίτα (η) (Ουσιαστικό) (πί-τα, γεν. -ας, πληθ. -ες) | 931.mp3 byrek (Emër) (by-rek/pite, gj. -ut, sh. -ët, gj. -ëve) | 931.mp3 пирог (Существительное) (пи-рог, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |