Αναζήτησες τη λέξη "πίνω" στα Ελληνικά

πίνω πίνω

(Ρήμα)

(ενεστ. πί-νω, αόρ. ήπια,
παθ. μτχ. πιωμένος)

929.mp3 pi

(Folje)

(e tashme pi, e kr. thj v. piva,
e kr. thj. jov. u piva, pjesore pirë)

929.mp3 пить

(Глагол)

(ενεστ. пить, αόρ. выпил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. μτχ. выпивший)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я