Αναζήτησες τη λέξη "πίνακας" στα Ελληνικά
πίνακας πίνακας (ο) (Ουσιαστικό) (πί-να-κας, γεν. -α, πληθ. -ες, γεν. -ων) | 927.mp3 pikturë (Emër) (pi-ktu-rë/ta-be-lë, gj. -ës/ës, sh. -at/at, gj. -ave/ave) | 927.mp3 картина (Существительное) (кар-ти-на, γεν. -ы, πληθ. -ы) |