Αναζήτησες τη λέξη "πέτρα" στα Ελληνικά
πέτρα πέτρα (η) (Ουσιαστικό) (πέ-τρα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) Παραδείγματα | 918.mp3 gur (Emër) (gur, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) | 918.mp3 камень (Существительное) (ка-мень, γεν. -я, πληθ. -и, γεν. -ей) |