Αναζήτησες τη λέξη "πέδιλο" στα Ελληνικά

πέδιλο πέδιλο (το)

(Ουσιαστικό)

(πέ-δι-λο, γεν. -ου,
πληθ. -α)

906.mp3 sandale
audio/mp3/al/other/906b.mp3 patine

(Emër/Emër)

(sa-nda-le/pa-ti-ne)

906.mp3 босоножка
audio/mp3/ru/other/906b.mp3 сандалия

(Существительное)

(бо-со-нож-ка, γεν. -и,
πληθ. -и)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я