Αναζήτησες τη λέξη "οστό" στα Ελληνικά οστό οστό (το) (Ουσιαστικό)(ο-στό, γεν. -ού,πληθ. -ά, γεν. -ών)ΠαραδείγματαΑνακαλύφθηκαν οστά δεινοσαύρων σε μια ανασκαφή. Τα παιδιά πρέπει να πίνουν γάλα, για να δυναμώνουν τα οστά τους. 863.mp3 kockë(Emër)(koc-kë, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujU zbuluan kocka dinosauri në një gërmim. Fëmijët duhet të pinë qumësht për të forcuar kockat e tyre. 863.mp3 кость(Существительное)(кость, γεν. -и,πληθ. -и, γεν. -ей)ПримерыВо время раскопок были обнаружены кости динозавров. Детям нужно пить молоко, чтобы укрепить кости. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я