Αναζήτησες τη λέξη "ορός" στα Ελληνικά
ορός ορός (ο) (Ουσιαστικό) (ο-ρός, γεν. -ού, πληθ. -οί, γεν. -ών) Παραδείγματα | 858.mp3 serum (Emër) (se-rum, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 858.mp3 капельница (Существительное) (ка-пель-ни-ца, γεν. -ы, πληθ. -ы) |