Αναζήτησες τη λέξη "ορχήστρα" στα Ελληνικά
ορχήστρα ορχήστρα (η) (Ουσιαστικό) (ορ-χή-στρα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 862.mp3 orkestër (Emër) (or-ke-stër, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 862.mp3 оркестр (Существительное) (ор-кестр, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |