Αναζήτησες τη λέξη "οροφή" στα Ελληνικά

οροφή οροφή (η)

(Ουσιαστικό)

(ο-ρο-φή, γεν. -ής,
πληθ. -ές)

859.mp3 tavan

(Emër)

(ta-van, gj. -it,
sh. -et, gj. -eve)

859.mp3 потолок
audio/mp3/ru/other/859b.mp3 крыша

(Существительное)

(по-то-лок, γεν. -а,
πληθ. -и, γεν. -ов)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я