Αναζήτησες τη λέξη "ορμή" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| ορμή ορμή (η) (Ουσιαστικό) (ορ-μή, γεν. -ής, πληθ. -ές) | 857.mp3 vrull (Emër) (vrull, gj. -it) | 857.mp3   напор (Существительное) (на-пор, γεν. -а) | 
Αναζήτησες τη λέξη "ορμή" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| ορμή ορμή (η) (Ουσιαστικό) (ορ-μή, γεν. -ής, πληθ. -ές) | 857.mp3 vrull (Emër) (vrull, gj. -it) | 857.mp3   напор (Существительное) (на-пор, γεν. -а) |