Αναζήτησες τη λέξη "ορειβάτης" στα Ελληνικά
ορειβάτης ορειβάτης (ο) (Ουσιαστικό) (ο-ρει-βά-της, γεν. -η, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 853.mp3 alpinist (Emër) (al-pi-nist, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) | 853.mp3 альпинист (Существительное) (аль-пи-нист, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |