Αναζήτησες τη λέξη "οργανισμός" στα Ελληνικά
οργανισμός οργανισμός (ο) (Ουσιαστικό) (ορ-γα-νι-σμός, γεν. -ού, πληθ. -οί, γεν. -ών) | 850.mp3 organizëm (Emër) (or-ga-ni-zëm, gj. -it, sh. -at, gj. -ave) | 850.mp3 организм (Существительное) (ор-га-низм, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |