Αναζήτησες τη λέξη "οξυγόνο" στα Ελληνικά οξυγόνο οξυγόνο (το) (Ουσιαστικό)(ο-ξυ-γό-νο, γεν. -ου)ΠαραδείγματαΘα πάμε στο δάσος, να αναπνεύσουμε λίγο καθαρό οξυγόνο. Ο ασθενής χρειάζεται μια φιάλη οξυγόνου. 847.mp3 oksigjen(Emër)(o-ksi-gjen, gj. -it)ShembujDo të shkojmë në pyll, të thithim pak oksigjen të freskët. Pacienti ka nevojë për një bombol oksigjeni. 847.mp3 кислород(Существительное)(кис-ло-род, γεν. -а)ПримерыМы поедем в лес, подышим немного чистым кислородом. Больной нуждается в кислороде. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я