Αναζήτησες τη λέξη "ονομάζω" στα Ελληνικά
ονομάζω ονομάζω (Ρήμα) (ενεστ. ο-νο-μά-ζω, αόρ. ονόμασα, | 846.mp3 quaj (Folje) (e tashme qu-aj, e kr. thj v. quajta, | 846.mp3 называть (Глагол) (ενεστ. на-зы-вать, αόρ. назвал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |