Αναζήτησες τη λέξη "ομπρέλα" στα Ελληνικά ομπρέλα ομπρέλα (η) (Ουσιαστικό)(ο-μπρέ-λα, γεν. -ας,πληθ. -ες)ΠαραδείγματαΒρέχει και δεν έχω ομπρέλα. Στην παραλία παίρνουμε ομπρέλα θαλάσσης. 844.mp3 çadër(Emër)(ça-dër, gj. -ës,sh. -at, gj. -ve)ShembujBie shi dhe nuk kam çadër. Në plazh marrim çadër deti. 844.mp3 зонт(Существительное)(зонт, γεν. -а,πληθ. -ы, γεν. -ов)ПримерыИдёт дождь, а у меня нет зонта. На пляж мы берём с собой пляжный зонт. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я