Αναζήτησες τη λέξη "ομελέτα" στα Ελληνικά
ομελέτα ομελέτα (η) (Ουσιαστικό) (ο-με-λέ-τα, γεν. -ας, πληθ. -ες) | 839.mp3 omëletë (Emër) (o-më-le-të, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 839.mp3 омлет (Существительное) (я-ич-ни-ца, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |