Αναζήτησες τη λέξη "ομαλός" στα Ελληνικά
ομαλός ομαλός, -ή, -ό (Επίθετο) (ο-μα-λός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 838.mp3 (i,e) rregullt (Mbiemër) ((i,e) rre-gullt, (e,të) -t, -a) | 838.mp3 ровный, -ая, -ое (Прилагательное) (ров-ный, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |