Αναζήτησες τη λέξη "ολόκληρος" στα Ελληνικά
ολόκληρος ολόκληρος, -η, -ο (Επίθετο) (ο-λό-κλη-ρος, γεν. -ου, -ης, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) | 835.mp3 i tërë (PerEmër) (i të-rë) | 835.mp3 целый, -ая, -ое (Прилагательное) (це-лый, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |