Αναζήτησες τη λέξη "οικιακός" στα Ελληνικά
οικιακός οικιακός, -ή, -ό (Επίθετο) (οι-κι-α-κός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 833.mp3 shtëpiak, -e (Mbiemër) (shtë-pi-ak, -ë , -e ) | 833.mp3 домашний, -яя, -ее (Прилагательное) (до-маш-ний, γεν. -его, -ей, -его, πληθ. -ие, -ие, -ие) |