Αναζήτησες τη λέξη "οδηγώ" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| οδηγώ οδηγώ (Ρήμα) (ενεστ. ο-δη-γώ, αόρ. οδήγησα,  | 830.mp3 drejtoj (Folje) (e tashme drej-toj, e kr. thj v. drejtova,  | 830.mp3 вести (Глагол) (ενεστ. вес-ти, αόρ. вёл (муж.), -а (жен.), -о (ср.),  | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!