Αναζήτησες τη λέξη "ξύστρα" στα Ελληνικά
ξύστρα ξύστρα (η) (Ουσιαστικό) (ξύ-στρα, γεν. -ας, πληθ. -ες) Παραδείγματα | 829.mp3 kruese (Emër) (kru-e-se, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 829.mp3 точилка (для карандашей) (Существительное) (то-чил-ка, γεν. -и, πληθ. -и) |