Αναζήτησες τη λέξη "ξύλο" στα Ελληνικά

ξύλο ξύλο (το)

(Ουσιαστικό)

(ξύ-λο, γεν. -ου,
πληθ. -α, γεν. -ων)

826.mp3 dru

(Emër)

(dru, gj. -it,
sh. -ët, gj. -ëve)

826.mp3 дерево
audio/mp3/ru/other/826b.mp3 дрова

(Существительное)

(де-ре-во, γεν. -а,
πληθ. -я, γεν. -ев)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я