Αναζήτησες τη λέξη "ξυπνώ" στα Ελληνικά
ξυπνώ ξυπνώ (Ρήμα) (ενεστ. ξυ-πνώ, αόρ. ξύπνησα) | 827.mp3 zgjoj (Folje) (e tashme zgjoj, e kr. thj v. zgjova, | 827.mp3 просыпаться (Глагол) (ενεστ. про-сы-пать-ся, αόρ. проснулся (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.)) |