Αναζήτησες τη λέξη "ξοδεύω" στα Ελληνικά
ξοδεύω ξοδεύω (Ρήμα) (ενεστ. ξο-δεύ-ω, αόρ. ξόδεψα, | 825.mp3 shrenzoj (Folje) (e tashme shren-zoj, e kr. thj v. shrenzova, | 825.mp3 тратить (Глагол) (ενεστ. тра-тить, αόρ. потратил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |