Αναζήτησες τη λέξη "ξηλώνω" στα Ελληνικά
ξηλώνω ξηλώνω (Ρήμα) (ενεστ. ξη-λώ-νω, αόρ. ξήλωσα, Παραδείγματα | 822.mp3 shqep (Folje) (e tashme shqep, e kr. thj v. shqepa, Shembuj | 822.mp3 распарывать (Глагол) (ενεστ. рас-па-ры-вать, αόρ. распорол (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |