Αναζήτησες τη λέξη "ξεχωρίζω" στα Ελληνικά
ξεχωρίζω ξεχωρίζω (Ρήμα) (ενεστ. ξε-χω-ρί-ζω, αόρ. ξεχώρισα, | 821.mp3 veçoj (Folje) (e tashme ve-çoj, e kr. thj v. veçova, | 821.mp3 отличать (Глагол) (ενεστ. от-ли-чать, αόρ. отличил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |